αὐτάρκους

αὐτάρκους
αὐτάρκης
sufficient in oneself
masc/fem/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τρίβων — ο, ΝΜΑ (στην αρχαιότ.) παλαιό και φθαρμένο ή τραχύ επανωφόρι, όπως αυτό που φορούσαν οι Σπαρτιάτες, οι φιλόσοφοι, ιδίως ο Σωκράτης και οι κυνικοί, και αργότερα οι μοναχοί, συνήθως ως ένδειξη αυτάρκους βίου και σκληραγωγίας («λακωνίζειν φασὶ καὶ… …   Dictionary of Greek

  • Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”